εὔοσμον

εὔοσμον
εὔοσμος
sweet-smelling
masc/fem acc sg
εὔοσμος
sweet-smelling
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • GR-54 — Präfektur Thessaloniki Νομός Θεσσαλονίκης Basisdaten Staat: Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • Thessaloniki (Präfektur) — Präfektur Thessaloniki (1915–2010) Νομός Θεσσαλονίκης Basisdaten (April 2010)[1] Staat …   Deutsch Wikipedia

  • εύοσμος — η, ο (Α εὔοσμος, ον και εὔοδμος, ον) αυτός που έχει ευχάριστη οσμή, ο ευώδης, ο αρωματικός, ο μυρωδάτος («εὔοσμον ἔαρ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οσμος (< οσμη), πρβλ. ά οσμος, δί οσμος)] …   Dictionary of Greek

  • ανθόξανθο — (anthoxanthum). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών, φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου. Πρόκειται για γρασίδι, χρήσιμο για τη βοσκή των ζώων, με ευχάριστο άρωμα. Από τα πέντε είδη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”